- εἰπόντος
- εἶπονsaidaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Codex Vaticanus 2061 — For the similarly named manuscript, see Codex Vaticanus. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 048 Name Codex Vaticanus 2061 Text Acts, GE, Paul † … Wikipedia
Codex Athous Lavrensis — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 044 Name Athous Laurae Sign Ψ Text Gospels, Acts, Pauline epistles, Gene … Wikipedia
επιθορυβώ — ἐπιθορυβῶ, έω (Α) 1. θορυβώ για κάτι, φωνάζω δυνατά σ’ ένδειξη δυσαρέσκειας ή ως σημείο επιδοκιμασίας (α. «ἐπεθορύβησε πάλιν ὁ ὄχλος», Ξεν. β. «εἰπόντος αὐτοῦ ταῦτα καὶ τῶν ἄλλων ἐπιθορυβησάντων», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
συνεπαινώ — έω, Α [ἐπαινῶ] 1. επιδοκιμάζω μαζί, συγκατανεύω («συνεπαινεσάντων δὲ πάντων καὶ οὐδενὸς εἰπόντος ἐναντίον οὐδὲν», Δημοσθ.) 2. επαινώ, εγκωμιάζω κάποιον από κοινού με άλλον («ὑμᾱς δὲ πρέπει ξυνεπαινεῑν τε καὶ κοσμεῑν τοιούτους ἄνδρας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek